- ἀδιαιρέτων
- ἀδιαίρετοςundividedmasc/fem/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ρομπερβάλ, Ζιλ Περσόν ή Περσοννέ ντε- — (Roberval, Ρομπερβάλ 1602 – Παρίσι 1675). Γάλλος μαθηματικός. Στο Παρίσι υπήρξε αρχικά καθηγητής στο Κολέγιο Ζερβέ και αργότερα κατέλαβε και κράτησε, έως τον θάνατό του, την έδρα των μαθηματικών στο Βασιλικό Κολέγιο. Εκτιμώμενος από τους… … Dictionary of Greek
ατομικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε άτομο και όχι στο σύνολο ή σε ομάδα («ατομικός λογαριασμός», «ατομική υπόθεση») 2. φρ. α) «ατομικά δικαιώματα» ή «ατομικές ελευθερίες» μορφές εγγύησης του Συντάγματος από πιθανές αυθαιρεσίες των φορέων της … Dictionary of Greek
μαθηματικά — Η επιστήμη των αριθμών, των σχημάτων και των φυσικών μεγεθών, που μελετά τις μεταξύ τους σχέσεις καθώς και τις σχέσεις τους στον χώρο και στον χρόνο. Η έκταση και τα ενδιαφέροντα των μ., μίας από τις αρχαιότερες επιστήμες, παρουσιάζουν τόση… … Dictionary of Greek
Καβαλιέρι, Φραντσέσκο Μποναβεντούρα — (Francesco Bonaventura Cavalieri, Μιλάνο 1598 – Μπολόνια 1647). Ιταλός μαθηματικός. Σε νεαρή ηλικία έγινε μοναχός του τάγματος των ιησουιτών. Του δόθηκε έτσι η δυνατότητα να ασχοληθεί με τα μαθηματικά, ιδιαίτερα με το έργο του Ευκλείδη. Διετέλεσε … Dictionary of Greek
ЗЕНОН ЭЛЕЙСКИЙ — [греч. Ζήνων ὁ ᾿Ελεάτης] (V в. до Р. Х.), древнегреч. философ, представитель философской элейской школы, ученик Парменида, создатель знаменитых «апорий Зенона». Жизнь и сочинения Точная дата рождения З. Э. неизвестна. По свидетельству Диогена… … Православная энциклопедия
ИНДИВИД — [от лат. individuum неделимое], понятие, обозначающее представителя к. л. группы, к рый обладает отдельным самостоятельным существованием и характерными особенностями, благодаря наличию к рых он не может быть отождествлен с др. представителями… … Православная энциклопедия